- ποδάρι
- το / ποδάριον, ΝΜΑτο πόδινεοελλ.1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.)2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου»ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση βαρώνβ) «ποδάρια τών πασαδούρων»ναυτ. μικρά τεμάχια σχοινιού που κρέμονται από την κεραία πλοίου και συγκρατούν τη διαβάθραγ) «έχω καλό [ή γρήγορο ή γερό] ποδάρι» — μπορώ να περπατώ ή να τρέχω γρήγορα και σταθεράδ) «δουλειά τού ποδαριού» — δουλειά που γίνεται πρόχειρα και βιαστικάε) «ποδάρια τής γατσούλας» — το φυτό ηλιοτρόπιο3. παροιμ. α) «οπού δεν έχει νου [ή ὁποιος δεν έχει νου], έχει ποδάρια» — όποιος δεν είναι προσεκτικός και μεθοδικός σ' αυτό που κάνει, υποβάλλεται σε κόπους και ταλαιπωρίες που θα μπορούσε να είχε αποφύγειβ) «ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια» — λέγεται για να δηλώσει την ανάγκη να είναι κανείς προνοητικός και προσεκτικός γιατί οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει στη ζωή του είναι πολλοί και απροσδόκητοιμσν.-αρχ.1. ποδαράκι2. πόδι επίπλου («σκαμνίον ἔχον ποδάριον ἕν», Νείλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + υποκορ. κατάλ. -άρι (ον) (πρβλ. βιβλı-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.